εξωσωματική γονιμοποίηση

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξωσωματική γονιμοποίηση οι εξωσωματικη γονιμοποιήσεις
      γενική της εξωσωματική γονιμοποίησης* των εξωσωματικη γονιμοποιήσεων
    αιτιατική την εξωσωματική γονιμοποίηση τις εξωσωματικη γονιμοποιήσεις
     κλητική εξωσωματική γονιμοποίηση εξωσωματικη γονιμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξωσωματικη γονιμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωσωματική γονιμοποίηση < → δείτε τη λέξη  εξωσωματικός και γονιμοποίηση

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

εξωσωματική γονιμοποίηση θηλυκό

  • η ιατρική διαδικασία της γονιμοποίησης ενός γυναικείου ωαρίου στο εργαστήριο (in vitro), ώστε αργότερα αυτό να εμφυτευτεί στη μήτρα της μητέρας για να συνεχιστεί εκεί η κύηση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία