ωμοφαγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωμοφαγικός (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική omophagic. Μορφολογικά αναλύεται σε ωμοφαγ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαωμοφαγικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη ωμοφαγία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ωμοφαγικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ωμοφαγικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr