↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωμοφαγικός η ωμοφαγική το ωμοφαγικό
      γενική του ωμοφαγικού της ωμοφαγικής του ωμοφαγικού
    αιτιατική τον ωμοφαγικό την ωμοφαγική το ωμοφαγικό
     κλητική ωμοφαγικέ ωμοφαγική ωμοφαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωμοφαγικοί οι ωμοφαγικές τα ωμοφαγικά
      γενική των ωμοφαγικών των ωμοφαγικών των ωμοφαγικών
    αιτιατική τους ωμοφαγικούς τις ωμοφαγικές τα ωμοφαγικά
     κλητική ωμοφαγικοί ωμοφαγικές ωμοφαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωμοφαγικός (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική omophagic. Μορφολογικά αναλύεται σε ωμοφαγ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ωμοφαγικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ωμοφαγικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ωμοφαγικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr