Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωμίτης οι ωμίτες
      γενική του ωμίτη των ωμιτών
    αιτιατική τον ωμίτη τους ωμίτες
     κλητική ωμίτη ωμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωμίτης < ώμος + -ίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωμίτης αρσενικό

  1. (ενδυμασία) ύφασμα που έχει ραφτεί στο τμήμα των ρούχων που καλύπτει τους ώμους
  2. (ιατρική) ειδικό ελαστικό κάλυμμα για την στήριξη ή την περίδεση της ωμοπλάτης

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία