Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωκυτόκιος η ωκυτόκια
& ωκυτόκιος
το ωκυτόκιο
      γενική του ωκυτόκιου
& ωκυτοκίου
της ωκυτόκιας
& ωκυτοκίου
του ωκυτόκιου
& ωκυτοκίου
    αιτιατική τον ωκυτόκιο την ωκυτόκια
& ωκυτόκιο
το ωκυτόκιο
     κλητική ωκυτόκιε ωκυτόκια
& ωκυτόκιε
ωκυτόκιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωκυτόκιοι οι ωκυτόκιες
& ωκυτόκιοι
τα ωκυτόκια
      γενική των ωκυτόκιων
& ωκυτοκίων
των ωκυτόκιων
& ωκυτοκίων
των ωκυτόκιων
& ωκυτοκίων
    αιτιατική τους ωκυτόκιους
& ωκυτοκίους
τις ωκυτόκιες
& ωκυτοκίους
τα ωκυτόκια
     κλητική ωκυτόκιοι ωκυτόκιες
& ωκυτόκιοι
ωκυτόκια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ωκυτόκιος < ὠκυτόκιος στην καθαρεύουσα < ὠκύς (=γρήγορος) + τόκος ( < τίκτω = γεννώ)

ωκυτόκιος, -ος, -ο(ν)

  • αυτός που υποβοηθεί στον τοκετό
  • τα ωκυτόκια: οι τρόποι με τους οποίους, σύμφωνα με την λαϊκή αντίληψη, διευκολυνόταν ο τοκετός κι αποφεύγονταν οι κίνδυνοι για τις εις επιτόκους και τις λεχώνες

Μεταφράσεις

επεξεργασία