ψώμισμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψώμισμᾰ | τὰ | ψωμίσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ψωμίσμᾰτος | τῶν | ψωμισμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ψωμίσμᾰτῐ | τοῖς | ψωμίσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ψώμισμᾰ | τὰ | ψωμίσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ψώμισμᾰ | ψωμίσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψωμίσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψωμισμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψώμισμα < ψωμίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψώμισμα, -ατος ουδέτερο
- (τρόφιμο) κομμάτι ψωμιού, μπουκιά
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 3, 1407a
- καὶ ὡς Δημοκράτης εἴκασεν τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις αἳ τὸ ψώμισμα καταπίνουσαι τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσιν.
- Και ο Δημοκράτης, επίσης, παρομοίασε τους ρήτορες με τις παραμάνες που καταπίνουν οι ίδιες τη μπουκιά και αλείφουν τα χείλη των παιδιών με σάλιο.
- Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ ὡς Δημοκράτης εἴκασεν τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις αἳ τὸ ψώμισμα καταπίνουσαι τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσιν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ρωμύλος, 2.6, @scaife.perseus
- τὸν δὲ θεῖναι φέροντα τοῦ ποταμοῦ πλησίον, εἶτα λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾶν μαστὸν ἐνδιδοῦσαν, ὄρνιθας δὲ παντοδαποὺς ψωμίσματα κομίζοντας ἐντιθέναι τοῖς βρέφεσιν, ἄχρι οὗ βουκόλον ἰδόντα καὶ θαυμάσαντα τολμῆσαι προσελθεῖν καὶ ἀνελέσθαι τὰ παιδία.
- ≈ συνώνυμα: ψωμίον, ψωμίς
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 3, 1407a
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψώμισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψώμισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.