ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψωμίον τὰ ψωμί
      γενική τοῦ ψωμίου τῶν ψωμίων
      δοτική τῷ ψωμί τοῖς ψωμίοις
    αιτιατική τὸ ψωμίον τὰ ψωμί
     κλητική ! ψωμίον ψωμί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψωμίω
γεν-δοτ τοῖν  ψωμίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωμίον (ελληνιστική κοινή) < ψωμ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ψωμίν, μεσαιωνικά ελληνικά: ψωμί, κατωιταλικά: τζωμί (tzomì), νέα ελληνικά: ψωμί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψωμίον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία