ψωμίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψωμίον | τὰ | ψωμίᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ψωμίου | τῶν | ψωμίων | ||||
δοτική | τῷ | ψωμίῳ | τοῖς | ψωμίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ψωμίον | τὰ | ψωμίᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ψωμίον | ψωμίᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψωμίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ψωμίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψωμίον (ελληνιστική κοινή) < ψωμ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ψωμίν, ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ψωμί, ⇒ κατωιταλικά: τζωμί (tzomì), ⇒ νέα ελληνικά: ψωμί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψωμίον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (τρόφιμο) υποκοριστικό του ψωμός
- ※ 2ος πκε αιώνας, ⌘ P.Tebt. 1.33, στ. 14, (13-14), @papyri.info
- καὶ τοῖς κροκο(δείλοις)
ψω̣μ̣ί̣ον- ΣτΕ: Προετοιμασίες για έναν Ρωμαίο επισκέπτη.
- καὶ τοῖς κροκο(δείλοις)
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Ἰωάννην, 13.26 (13.26-13.27)
- ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς, Ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω. καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον, δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτη. καὶ μετὰ τὸ ψωμίον, τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ Σατανᾶς. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον.
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Διογένης Λαέρτιος, Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, 6.2.37 @scaife.perseus
- ἐξέβαλε δὲ καὶ τὸ τρυβλίον, ὁμοίως παιδίον θεασάμενος, ἐπειδὴ κατέαξε τὸ σκεῦος, τῷ κοίλῳ τοῦ ψωμίου τὴν φακῆν ὑποδεχόμενον.
- ※ 2ος πκε αιώνας, ⌘ P.Tebt. 1.33, στ. 14, (13-14), @papyri.info
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψωμίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψωμίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.