Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχρή λίμνη οι ψυχρές λίμνες
      γενική της ψυχρής λίμνης των ψυχρών λιμνών
    αιτιατική την ψυχρή λίμνη τις ψυχρές λίμνες
     κλητική ψυχρή λίμνη ψυχρές λίμνες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχρή λίμνη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cold pool, → δείτε τις λέξεις ψυχρός και λίμνη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psiˈxɾi ˈli.mni/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ψυχρή λίμνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία