πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχρή λίμνη οι ψυχρές λίμνες
      γενική της ψυχρής λίμνης των ψυχρών λιμνών
    αιτιατική την ψυχρή λίμνη τις ψυχρές λίμνες
     κλητική ψυχρή λίμνη ψυχρές λίμνες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχρή λίμνη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cold pool,  δείτε τις λέξεις ψυχρός και λίμνη

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ψυχρή λίμνη θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία