ψυχοπονιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχοπονιάρικος < ψυχοπονιάρης + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίαψυχοπονιάρικος, -η, -ο
- ο ψυχοπονιάρης, ο ψυχόπονος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοπονιάρικος
|
ψυχοπονιάρικος, -η, -ο
|