ψυχοπονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχοπονώ < μεσαιωνική ελληνική ψυχοπονώ < αρχαία ελληνική ψυχή + πόνος
Ρήμα
επεξεργασίαψυχοπονώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ψυχοπόνια
- ψυχοπονιάρης
- ψυχόπονος
- → δείτε τις λέξεις ψυχή και πόνος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυχοπονάω - ψυχοπονώ | ψυχοπονούσα | θα ψυχοπονάω - ψυχοπονώ | να ψυχοπονάω - ψυχοπονώ | ψυχοπονώντας | |
β' ενικ. | ψυχοπονάς | ψυχοπονούσες | θα ψυχοπονάς | να ψυχοπονάς | ψυχοπόνα - ψυχοπόναγε | |
γ' ενικ. | ψυχοπονάει - ψυχοπονά | ψυχοπονούσε | θα ψυχοπονάει - ψυχοπονά | να ψυχοπονάει - ψυχοπονά | ||
α' πληθ. | ψυχοπονάμε - ψυχοπονούμε | ψυχοπονούσαμε | θα ψυχοπονάμε - ψυχοπονούμε | να ψυχοπονάμε - ψυχοπονούμε | ||
β' πληθ. | ψυχοπονάτε | ψυχοπονούσατε | θα ψυχοπονάτε | να ψυχοπονάτε | ψυχοπονάτε | |
γ' πληθ. | ψυχοπονάν(ε) - ψυχοπονούν(ε) | ψυχοπονούσαν(ε) | θα ψυχοπονάν(ε) - ψυχοπονούν(ε) | να ψυχοπονάν(ε) - ψυχοπονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψυχοπόνεσα | θα ψυχοπονέσω | να ψυχοπονέσω | ψυχοπονέσει | ||
β' ενικ. | ψυχοπόνεσες | θα ψυχοπονέσεις | να ψυχοπονέσεις | ψυχοπόνα - ψυχοπόνεσε | ||
γ' ενικ. | ψυχοπόνεσε | θα ψυχοπονέσει | να ψυχοπονέσει | |||
α' πληθ. | ψυχοπονέσαμε | θα ψυχοπονέσουμε | να ψυχοπονέσουμε | |||
β' πληθ. | ψυχοπονέσατε | θα ψυχοπονέσετε | να ψυχοπονέσετε | ψυχοπονέστε | ||
γ' πληθ. | ψυχοπόνεσαν ψυχοπονέσαν(ε) |
θα ψυχοπονέσουν(ε) | να ψυχοπονέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψυχοπονέσει | είχα ψυχοπονέσει | θα έχω ψυχοπονέσει | να έχω ψυχοπονέσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψυχοπονέσει | είχες ψυχοπονέσει | θα έχεις ψυχοπονέσει | να έχεις ψυχοπονέσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψυχοπονέσει | είχε ψυχοπονέσει | θα έχει ψυχοπονέσει | να έχει ψυχοπονέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχοπονέσει | είχαμε ψυχοπονέσει | θα έχουμε ψυχοπονέσει | να έχουμε ψυχοπονέσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχοπονέσει | είχατε ψυχοπονέσει | θα έχετε ψυχοπονέσει | να έχετε ψυχοπονέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυχοπονέσει | είχαν ψυχοπονέσει | θα έχουν ψυχοπονέσει | να έχουν ψυχοπονέσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοπονώ
|