ψυχοδυναμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχοδυναμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychodynamic < αρχαία ελληνική ψυχή + (ελληνιστική κοινή) δυναμικός
Επίθετο
επεξεργασίαψυχοδυναμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ψυχοδυναμική ή τον ψυχοδυναμισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ψυχοδυναμισμός, ψυχή και δύναμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοδυναμικός