Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοδυναμικός η ψυχοδυναμική το ψυχοδυναμικό
      γενική του ψυχοδυναμικού της ψυχοδυναμικής του ψυχοδυναμικού
    αιτιατική τον ψυχοδυναμικό την ψυχοδυναμική το ψυχοδυναμικό
     κλητική ψυχοδυναμικέ ψυχοδυναμική ψυχοδυναμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοδυναμικοί οι ψυχοδυναμικές τα ψυχοδυναμικά
      γενική των ψυχοδυναμικών των ψυχοδυναμικών των ψυχοδυναμικών
    αιτιατική τους ψυχοδυναμικούς τις ψυχοδυναμικές τα ψυχοδυναμικά
     κλητική ψυχοδυναμικοί ψυχοδυναμικές ψυχοδυναμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοδυναμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychodynamic < αρχαία ελληνική ψυχή + (ελληνιστική κοινήδυναμικός

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχοδυναμικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία