Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοβλαβής η ψυχοβλαβής το ψυχοβλαβές
      γενική του ψυχοβλαβούς* της ψυχοβλαβούς του ψυχοβλαβούς
    αιτιατική τον ψυχοβλαβή την ψυχοβλαβή το ψυχοβλαβές
     κλητική ψυχοβλαβή(ς) ψυχοβλαβής ψυχοβλαβές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοβλαβείς οι ψυχοβλαβείς τα ψυχοβλαβή
      γενική των ψυχοβλαβών των ψυχοβλαβών των ψυχοβλαβών
    αιτιατική τους ψυχοβλαβείς τις ψυχοβλαβείς τα ψυχοβλαβή
     κλητική ψυχοβλαβείς ψυχοβλαβείς ψυχοβλαβή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοβλαβής < ψυχή + βλάβη + -ής (αναλογικά με το φρενοβλαβής)

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχοβλαβής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία