Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηλόπλωρος η ψηλόπλωρη το ψηλόπλωρο
      γενική του ψηλόπλωρου της ψηλόπλωρης του ψηλόπλωρου
    αιτιατική τον ψηλόπλωρο την ψηλόπλωρη το ψηλόπλωρο
     κλητική ψηλόπλωρε ψηλόπλωρη ψηλόπλωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηλόπλωροι οι ψηλόπλωρες τα ψηλόπλωρα
      γενική των ψηλόπλωρων των ψηλόπλωρων των ψηλόπλωρων
    αιτιατική τους ψηλόπλωρους τις ψηλόπλωρες τα ψηλόπλωρα
     κλητική ψηλόπλωροι ψηλόπλωρες ψηλόπλωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηλόπλωρος < ψηλός + πλώρη

  Επίθετο επεξεργασία

ψηλόπλωρος, -η, -ο {λόγιο: υψίπρωρος)

  1. (ναυτικός όρος): αυτός που φέρει ψηλή πλώρη
    ιδιαίτερα ψηλόπλωρα είναι τα δεξαμενόπλοια, τα ναυαγοσωστικά, καθώς και κάποια φορτηγά πλοία ειδικών μεταφορών

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία