ψευτοπλυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευτοπλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψευτοπλένω
Μετοχή επεξεργασία
ψευτοπλυμένος
- που δεν πλύθηκε καλά (άνθρωπος, ρούχο, αντικείμενο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευτοπλυμένος
|