ψευδοπάτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδοπάτωμα < ψευδο- + πάτωμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική faux plancher) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pse.vðoˈpa.to.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δο‐πά‐τω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδοπάτωμα ουδέτερο
- (ξύλινο) πάτωμα (σχετικά) πρόχειρης κατασκευής, μερικά εκατοστά πάνω από το οποίο τοποθετείται το κανονικό πάτωμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ψευδοπάτωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας