Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδοπάτωμα τα ψευδοπατώματα
      γενική του ψευδοπατώματος των ψευδοπατωμάτων
    αιτιατική το ψευδοπάτωμα τα ψευδοπατώματα
     κλητική ψευδοπάτωμα ψευδοπατώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοπάτωμα < ψευδο- + πάτωμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική faux plancher) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pse.vðoˈpa.to.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐δο‐πά‐τω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδοπάτωμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία