ψευδοθεά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ψευδοθεά (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψευδόθεος, μεταπλασμένο σε θηλυκό και χωρίς μετακίνηση του τόνου κατά τη σύνθεση. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευδο- + θεά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδοθεά θηλυκό (αρσενικό ψευδοθεός)
- (καθαρεύουσα) συνώνυμο του ψευτοθεά
- 19ος αιώνας:
- ※ διότι η φήμη λέγει διηγάται αυτά, αμή να ψεύδεται να λέξει ψεύματα η φήμη, δεν είναι εύλογον ακόλουθον θεϊκόν όντας οπού είναι ψευδοθεά
- Επιστολάριον Ελληνικόν του σοφωτάτου και πανιερωτάτου Μητροπολίτου Συνεσίου της αγιωτάτης Μητροπόλεως Πτολομαΐδος Πενταπόλεως Κυρίνης, μετάφραση “εις το απλούν […] παρά του λογιωτάτου Διδασκάλου κυρίου Λαμασκηνού ιερομόναχου Παπά Παναγιωτοπούλου Πελοποννησίου του εκ Δημιτζάνης” (Βενετία, 1815), σ. 46. Στο Google books.gr· πρόσβαση: 2021-11-02.
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ψευδοθεά για την κοινή νεοελληνική < ψευτοθεά με λόγια επίδραση ψευτο- > ψευδο-, ή μίμηση της καθαρεύουσας σε ειρωνικό ύφος λόγου
- συνώνυμο του ψευτοθεά
- 21ος αιώνας:
- ※ Προσφάτως η ανθρωπότης πληροφορήθηκε από τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία ὅτι στις Ινδίες έγινε ανθρωποθυσία με αποκεφαλισμό ενός πεντάχρονου παιδιού στη δαιμονική ψευδοθεά Κάλι του Ινδουϊστικού πανθέου
- Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, «Περί της αποκρυφιστικής ινδουϊστικής γιόγκα», ιστότοπος Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου· πρόσβαση: 2021-11-02.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψευδοθεά
|