ψευτοθεά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευτοθεά < ψευτο- + θεά ή ψευτθε(ός) + κατάληξη θηλυκού -ά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευτοθεά θηλυκό (αρσενικό ψευτοθεός)
- (θρησκεία) ανύπαρκτη, ψεύτικη θεά
- ※ Σύμφωνα με το μύθο, η ψευτοθεά του τυφλού ερωτικού ενστίκτου Αφροδίτη ενέπνευσε σφοδρό ερωτικό πάθος στη Μυρσίνη για τον πατέρα της Θύαντα, επειδή εκείνος δεν τιμούσε τη «θεά» διά της ιεράς πορνείας
- Λάμπρος Σκόντζος, θεολόγος-καθηγητής, «Ανάσταση του Χριστού και παγανιστικές “νεκραναστάσεις”», ιστότοπος Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου· πρόσβαση: 2021-11-01.
- ※ Σύμφωνα με το μύθο, η ψευτοθεά του τυφλού ερωτικού ενστίκτου Αφροδίτη ενέπνευσε σφοδρό ερωτικό πάθος στη Μυρσίνη για τον πατέρα της Θύαντα, επειδή εκείνος δεν τιμούσε τη «θεά» διά της ιεράς πορνείας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευτοθεά
|