Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευτοθεός οι ψευτοθεοί
      γενική του ψευτοθεού των ψευτοθεών
    αιτιατική τον ψευτοθεό τους ψευτοθεούς
     κλητική ψευτοθεέ ψευτοθεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευτοθεός < ψευτο- + θεός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευτοθεός αρσενικό (θηλυκό ψευτοθεά)

  Μεταφράσεις επεξεργασία