ψευτοθεός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευτοθεός < ψευτο- + θεός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευτοθεός αρσενικό (θηλυκό ψευτοθεά)
- (θρησκεία) ψεύτικος θεός, που δεν υπάρχει, που δεν είναι αληθινός
- ※ Αυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός. | Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε | να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά. | (Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψευτοθεός
|