Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδάριθμος οι ψευδάριθμοι
      γενική του ψευδάριθμου
ψευδαρίθμου
των ψευδάριθμων
ψευδαρίθμων
    αιτιατική τον ψευδάριθμο τους ψευδάριθμους
ψευδαρίθμους
     κλητική ψευδάριθμε ψευδάριθμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδάριθμος < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδαριθμός (= ψευδής, εσφαλμένος αριθμός[1]), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pseudo-random number. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευδο- + αριθμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδάριθμος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .