στοχαστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στοχαστική | ||
γενική | της | στοχαστικής | ||
αιτιατική | τη | στοχαστική | ||
κλητική | στοχαστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στοχαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου στοχαστικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστοχαστική θηλυκό
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφία, συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ή δομή σκέψης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστοχαστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στοχαστικός