ψέλλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψέλλισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψέλλισμα[1] < αρχαία ελληνική ψελλίζομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpse.li.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψέλ‐λι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψέλλισμα ουδέτερο
- λόγος που εκφωνείται χαμηλόφωνα, διστακτικά ή/και με προβληματική άρθρωση από ενήλικα ή οι πρώτες απόπειρες ενός βρέφους να μιλήσει, τα πρώτα του λογάκια
- ανολοκλήρωτος και μη πειστικός λόγος ή επιχείρημα
- ※ Τα ψελλίσματα, οι απίθανες δικαιολογίες για τα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα που διορίστηκαν παραμονές των εκλογών σε εποπτευόμενο από τον ίδιο κρατικό οργανισμό, αλλά και η επίκληση του παλαιοκομματικού επιχειρήματος «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν», φανέρωναν πρόσωπο κυνικό, που δεν έχει αίσθηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, ούτε αντίληψη της οργής που διακατέχει τον ελληνικό λαό. (από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 6 Ιουλίου 2010)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ψέλλισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας