ψελλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψελλισμός < ελληνιστική ψελλισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψελλισμός αρσενικό
- το ψέλλισμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψελλισμός
→ δείτε τη λέξη ψέλλισμα |
ψελλισμός αρσενικό
→ δείτε τη λέξη ψέλλισμα |