ψελλότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψελλότητα < αρχαία ελληνική ψελλότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψελλότητα θηλυκό (γενική: της ψελλότητας, χωρίς πληθυντικό)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψελλότητα
|
ψελλότητα θηλυκό (γενική: της ψελλότητας, χωρίς πληθυντικό)
|