ψέλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψέλιον | τὰ | ψέλιᾰ |
γενική | τοῦ | ψελίου | τῶν | ψελίων |
δοτική | τῷ | ψελίῳ | τοῖς | ψελίοις |
αιτιατική | τὸ | ψέλιον | τὰ | ψέλιᾰ |
κλητική ὦ! | ψέλιον | ψέλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψελίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψελίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψέλιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψέλιον, -ου ουδέτερο
- (κόσμημα) κόσμημα που φορούσαν κυρίως οι Πέρσες αλλά και οι Αιγύπτιοι, βραχιόλι στο χέρι ή στον αστράγαλο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 168.1
- αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων φορέουσι χάλκεον· τὰς κεφαλὰς δὲ κομῶσαι, τοὺς φθεῖρας ἐπεὰν λάβωσι, τοὺς ἑωυτῆς ἑκάστη ἀντιδάκνει καὶ οὕτω ῥίπτει.
- Κι οι γυναίκες τους στη μια και στην άλλη γάμπα τους φορούν χάλκινα βραχιόλια, έχουν μακριά μαλλιά, και τις ψείρες που τσακώνουν απάνω της η καθεμιά τους, τις δίνει μια δαγκωματιά, έτσι για εκδίκηση, κι ύστερα τις φτύνει·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων φορέουσι χάλκεον· τὰς κεφαλὰς δὲ κομῶσαι, τοὺς φθεῖρας ἐπεὰν λάβωσι, τοὺς ἑωυτῆς ἑκάστη ἀντιδάκνει καὶ οὕτω ῥίπτει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 4.23
- καὶ ὁ Λύσανδρος ἔφη, ἀποβλέψας εἰς αὐτὸν καὶ ἰδὼν τῶν τε ἱματίων τὸ κάλλος ὧν εἶχε καὶ τῆς ὀσμῆς αἰσθόμενος καὶ τῶν στρεπτῶν καὶ τῶν ψελίων τὸ κάλλος καὶ τοῦ ἄλλου κόσμου οὗ εἶχεν, εἰπεῖν·
- Ο Λύσανδρος, στρέφοντας το βλέμμα του πάνω του, είδε την ομορφιά της φορεσιάς του της βασιλικής, ένιωσε το άρωμά του και παρατήρησε τη λάμψη που είχαν τα περιδέραια, τα βραχιόλια και τα άλλα κοσμήματα που φορούσε, κι είπε:
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ ὁ Λύσανδρος ἔφη, ἀποβλέψας εἰς αὐτὸν καὶ ἰδὼν τῶν τε ἱματίων τὸ κάλλος ὧν εἶχε καὶ τῆς ὀσμῆς αἰσθόμενος καὶ τῶν στρεπτῶν καὶ τῶν ψελίων τὸ κάλλος καὶ τοῦ ἄλλου κόσμου οὗ εἶχεν, εἰπεῖν·
- ≈ συνώνυμα: ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, λατινικά armilla
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 168.1
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψέλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ψέλιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012