• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψέλλιον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψέλλιον τὰ ψέλλιᾰ
      γενική τοῦ ψελλίου τῶν ψελλίων
      δοτική τῷ ψελλίῳ τοῖς ψελλίοις
    αιτιατική τὸ ψέλλιον τὰ ψέλλιᾰ
     κλητική ὦ! ψέλλιον ψέλλιᾰ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψελλίω
γεν-δοτ τοῖν  ψελλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψέλλιον < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψέλλιον ουδέτερο

  • (κόσμημα) άλλη μορφή του ψέλιον
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψέλλιον&oldid=6651210"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Μαρτίου 2024, στις 07:22

Γλώσσες

    • English
    • Na Vosa Vakaviti
    • Kurdî
    • Português
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Μαρτίου 2024, στις 07:22.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας