περιβραχιόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
περιβραχιόνιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περιβραχιόνιος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: περιβραχιόνιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιβραχιόνιον ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
περιβραχιόνιον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του περιβραχιόνιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιβραχιόνιος
Πηγές επεξεργασία
- περιβραχιόνιον, περιβραχιόνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.