περιβραχιόνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιβραχιόνιο < αρχαία ελληνική περιβραχιόνιον < περί + βραχίων
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιβραχιόνιο ουδέτερο
- η λωρίδα ύφασμα που φοριέται γύρω από το μπράτσο
- σε ένδειξη πένθους (αν είναι μαύρη)
- (γενικότερα) σαν διακριτικό