χωροστάθμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χωροστάθμηση | οι | χωροσταθμήσεις |
γενική | της | χωροστάθμησης* | των | χωροσταθμήσεων |
αιτιατική | τη | χωροστάθμηση | τις | χωροσταθμήσεις |
κλητική | χωροστάθμηση | χωροσταθμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χωροσταθμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωροστάθμηση θηλυκό
- η μέτρηση και καταγραφή υψομετρικών διαφορών