χωροσταθμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχωροσταθμώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χωροσταθμώ | χωροσταθμούσα | θα χωροσταθμώ | να χωροσταθμώ | χωροσταθμώντας | |
β' ενικ. | χωροσταθμείς | χωροσταθμούσες | θα χωροσταθμείς | να χωροσταθμείς | (χωροστάθμει) | |
γ' ενικ. | χωροσταθμεί | χωροσταθμούσε | θα χωροσταθμεί | να χωροσταθμεί | ||
α' πληθ. | χωροσταθμούμε | χωροσταθμούσαμε | θα χωροσταθμούμε | να χωροσταθμούμε | ||
β' πληθ. | χωροσταθμείτε | χωροσταθμούσατε | θα χωροσταθμείτε | να χωροσταθμείτε | χωροσταθμείτε | |
γ' πληθ. | χωροσταθμούν(ε) | χωροσταθμούσαν(ε) | θα χωροσταθμούν(ε) | να χωροσταθμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χωροστάθμησα | θα χωροσταθμήσω | να χωροσταθμήσω | χωροσταθμήσει | ||
β' ενικ. | χωροστάθμησες | θα χωροσταθμήσεις | να χωροσταθμήσεις | χωροστάθμησε | ||
γ' ενικ. | χωροστάθμησε | θα χωροσταθμήσει | να χωροσταθμήσει | |||
α' πληθ. | χωροσταθμήσαμε | θα χωροσταθμήσουμε | να χωροσταθμήσουμε | |||
β' πληθ. | χωροσταθμήσατε | θα χωροσταθμήσετε | να χωροσταθμήσετε | χωροσταθμήστε | ||
γ' πληθ. | χωροστάθμησαν χωροσταθμήσαν(ε) |
θα χωροσταθμήσουν(ε) | να χωροσταθμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χωροσταθμήσει | είχα χωροσταθμήσει | θα έχω χωροσταθμήσει | να έχω χωροσταθμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χωροσταθμήσει | είχες χωροσταθμήσει | θα έχεις χωροσταθμήσει | να έχεις χωροσταθμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χωροσταθμήσει | είχε χωροσταθμήσει | θα έχει χωροσταθμήσει | να έχει χωροσταθμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χωροσταθμήσει | είχαμε χωροσταθμήσει | θα έχουμε χωροσταθμήσει | να έχουμε χωροσταθμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χωροσταθμήσει | είχατε χωροσταθμήσει | θα έχετε χωροσταθμήσει | να έχετε χωροσταθμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χωροσταθμήσει | είχαν χωροσταθμήσει | θα έχουν χωροσταθμήσει | να έχουν χωροσταθμήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χωροσταθμώ
|