χωροσταθμητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωροσταθμητής < χωροσταθμώ + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχωροσταθμητής αρσενικό
- κάποιος που διενεργεί χωροστάθμηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία χωροσταθμητής
|
χωροσταθμητής αρσενικό
|