χωνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χωνοειδής | η | χωνοειδής | το | χωνοειδές |
γενική | του | χωνοειδούς* | της | χωνοειδούς | του | χωνοειδούς |
αιτιατική | τον | χωνοειδή | τη | χωνοειδή | το | χωνοειδές |
κλητική | χωνοειδή(ς) | χωνοειδής | χωνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χωνοειδείς | οι | χωνοειδείς | τα | χωνοειδή |
γενική | των | χωνοειδών | των | χωνοειδών | των | χωνοειδών |
αιτιατική | τους | χωνοειδείς | τις | χωνοειδείς | τα | χωνοειδή |
κλητική | χωνοειδείς | χωνοειδείς | χωνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χωνοειδής < μεσαιωνική ελληνική χωνοειδής < ελληνιστική κοινή χωνίον < αρχαία ελληνική χώνη / χοάνη
Επίθετο
επεξεργασίαχωνοειδής, -ής, -ές
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χωνί
Μεταφράσεις
επεξεργασία χωνοειδής
|
Πηγές
επεξεργασία- χωνοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χωνοειδής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- χωνοειδής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)