Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρονομέτρης οι χρονομέτρες
      γενική του χρονομέτρη των χρονομετρών
    αιτιατική τον χρονομέτρη τους χρονομέτρες
     κλητική χρονομέτρη χρονομέτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονομέτρης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chronométreur < αρχαία ελληνική χρόνος + μέτρον. Μορφολογικά αναλύεται σε χρονο- + -μέτρης.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾo.noˈme.tɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νο‐μέ‐τρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονομέτρης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία