χροναξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χροναξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chronaxie < αρχαία ελληνική χρόνος + ἀξία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχροναξία θηλυκό
- ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται, προκειμένου ένα ερέθισμα να προκαλέσει μια απόκριση σε ένα νευρικό κύτταρο ή μυϊκή ίνα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Chronaxie στην αγγλική Βικιπαίδεια