χριστολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χριστολογικός < χριστολογ(ία) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾi.sto.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρι‐στο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
χριστολογικός, -ή, -ό
- (θρησκεία) ο σχετικός με τη χριστολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χριστολογικός
|
Πηγές επεξεργασία
- χριστολογικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)