Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρεωλυτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χρεωλυτικ
ός
η
χρεωλυτικ
ή
το
χρεωλυτικ
ό
γενική
του
χρεωλυτικ
ού
της
χρεωλυτικ
ής
του
χρεωλυτικ
ού
αιτιατική
τον
χρεωλυτικ
ό
τη
χρεωλυτικ
ή
το
χρεωλυτικ
ό
κλητική
χρεωλυτικ
έ
χρεωλυτικ
ή
χρεωλυτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χρεωλυτικ
οί
οι
χρεωλυτικ
ές
τα
χρεωλυτικ
ά
γενική
των
χρεωλυτικ
ών
των
χρεωλυτικ
ών
των
χρεωλυτικ
ών
αιτιατική
τους
χρεωλυτικ
ούς
τις
χρεωλυτικ
ές
τα
χρεωλυτικ
ά
κλητική
χρεωλυτικ
οί
χρεωλυτικ
ές
χρεωλυτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρεωλυτικός
<
χρεωλύσιο
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
χρεωλυτικός
και
χρεολυτικός
άλλη γραφή του
χρεολυτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
χρεολύσιο
,
χρέος
και
λύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρεωλυτικός
→
δείτε
τη λέξη
χρεολυτικός