χούμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χούμος | οι | χούμοι |
γενική | του | χούμου | των | χούμων |
αιτιατική | τον | χούμο | τους | χούμους |
κλητική | χούμε | χούμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χούμος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική humus < λατινική humus (χώμα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰéǵʰōm (γη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χούμος αρσενικό
- (βοτανική) ειδικό φυτόχωμα που περιλαμβάνει υπολείμματα φυτών, τροφών κ.ά. και χρησιμοποιείται και ως λίπασμα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- χούμος στη Βικιπαίδεια