↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χουντοβασιλικός η χουντοβασιλική το χουντοβασιλικό
      γενική του χουντοβασιλικού της χουντοβασιλικής του χουντοβασιλικού
    αιτιατική τον χουντοβασιλικό τη χουντοβασιλική το χουντοβασιλικό
     κλητική χουντοβασιλικέ χουντοβασιλική χουντοβασιλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χουντοβασιλικοί οι χουντοβασιλικές τα χουντοβασιλικά
      γενική των χουντοβασιλικών των χουντοβασιλικών των χουντοβασιλικών
    αιτιατική τους χουντοβασιλικούς τις χουντοβασιλικές τα χουντοβασιλικά
     κλητική χουντοβασιλικοί χουντοβασιλικές χουντοβασιλικά
το θηλυκό και χουντοβασιλικιά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χουντοβασιλικός < χούντα και βασιλικός (βασιλόφρονας)

  Επίθετο

επεξεργασία

χουντοβασιλικός, -ή, -ό

  1. ακροδεξιός που ήταν θιασώτης της συνεργασίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών και του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου
  2. ακροδεξιός, οπαδός της χούντας που ήταν ταυτόχρονα και βασιλόφρονας
  3. γενικά βρισιά της εποχής (1967-1985) για ακροδεξιά φασιστοειδή και φιλομοναρχικά στοιχεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία