χοτζέτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χοτζέτι | τα | χοτζέτια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χοτζέτι | τα | χοτζέτια |
κλητική | χοτζέτι | χοτζέτια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοτζέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hüccet
Ουσιαστικό επεξεργασία
χοτζέτι ουδέτερο
- (νομικός όρος) (παρωχημένο) έγκυρος τίτλος ιδιοκτησίας ή κυριότητας ενός ακινήτου (συνήθως μετά από απόφαση ιεροδίκη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χοτζέτι
|