ιεροδίκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιεροδίκης αρσενικό
- το μέλος ενός ιεροδικείου, ο δικαστής που δικάζει με βάση το θρησκευτικό νόμο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιεροδίκης
|
ιεροδίκης αρσενικό
|