Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιεροδικείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ιεροδικεί
ο
τα
ιεροδικεί
α
γενική
του
ιεροδικεί
ου
των
ιεροδικεί
ων
αιτιατική
το
ιεροδικεί
ο
τα
ιεροδικεί
α
κλητική
ιεροδικεί
ο
ιεροδικεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιεροδικείο
<
ιερό
+
-δικείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιεροδικείο
ουδέτερο
το
δικαστήριο
που δικάζει με βάση το
θρησκευτικό
νόμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιεροδικείο