↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντρούλης η χοντρούλα το χοντρούλικο
      γενική του χοντρούλη της χοντρούλας του χοντρούλικου
    αιτιατική τον χοντρούλη τη χοντρούλα το χοντρούλικο
     κλητική χοντρούλη χοντρούλα χοντρούλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντρούληδες οι χοντρούλες τα χοντρούλικα
      γενική των χοντρούληδων των χοντρούλικων
    αιτιατική τους χοντρούληδες τις χοντρούλες τα χοντρούλικα
     κλητική χοντρούληδες χοντρούλες χοντρούλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοντρούλης < χοντρ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

  Επίθετο

επεξεργασία

χοντρούλης

  1. σχετικά χοντρός
  2. (χαϊδευτικά) χοντρός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία