↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντρουλός η χοντρουλή το χοντρουλό
      γενική του χοντρουλού της χοντρουλής του χοντρουλού
    αιτιατική τον χοντρουλό τη χοντρουλή το χοντρουλό
     κλητική χοντρουλέ χοντρουλή χοντρουλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντρουλοί οι χοντρουλές τα χοντρουλά
      γενική των χοντρουλών των χοντρουλών των χοντρουλών
    αιτιατική τους χοντρουλούς τις χοντρουλές τα χοντρουλά
     κλητική χοντρουλοί χοντρουλές χοντρουλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοντρουλός < χοντρ(ός) + -ουλός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xon.dɾuˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ντρου‐λός

  Επίθετο

επεξεργασία

χοντρουλός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία