χοντρουλοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xon.dɾuˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντρου‐λοί
- ομόηχο: χοντρουλή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχοντρουλοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του χοντρουλός, αρσενικό
χοντρουλοί