Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χλωροφθοράνθρακας οι χλωροφθοράνθρακες
      γενική του χλωροφθοράνθρακα των χλωροφθορανθράκων
    αιτιατική τον χλωροφθοράνθρακα τους χλωροφθοράνθρακες
     κλητική χλωροφθοράνθρακα χλωροφθοράνθρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλωροφθοράνθρακας < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chlorofluorocarbon < chlorine (χλώριο) + fluorine (φθόριο) + carbon (άνθρακας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλωροφθοράνθρακας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία