Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρέον < (λόγιο δάνειο) αγγλική Freon (κατοχυρωμένη εμπορική ονομασία)[1] < πιθανόν fre-eze + -on[2] ή άλλης, άγνωστης προέλευσης[3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɾe.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρέ‐ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρέον ουδέτερο άκλιτο

  1. οι φθοροχλωράνθρακες, ομάδα οργανικών χημικών ενώσεων
  2. ψυκτικά, προωθητικά αέρια για καταναλωτικά αερολύματα (αεροζόλ), διαλύτες

Κλίση επεξεργασία

Στη γενική χρησιμοποιείται συχνά ο τύπος φρέου.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Freon στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φρέον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. freon - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  3. freon - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022