↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλιδάτος η χλιδάτη το χλιδάτο
      γενική του χλιδάτου της χλιδάτης του χλιδάτου
    αιτιατική τον χλιδάτο τη χλιδάτη το χλιδάτο
     κλητική χλιδάτε χλιδάτη χλιδάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλιδάτοι οι χλιδάτες τα χλιδάτα
      γενική των χλιδάτων των χλιδάτων των χλιδάτων
    αιτιατική τους χλιδάτους τις χλιδάτες τα χλιδάτα
     κλητική χλιδάτοι χλιδάτες χλιδάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλιδάτος < χλιδ(ή) + -άτος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χλιδάτος, -η, -ο (λαϊκότροπο)

  1. πλούσιος
  2. πολύτιμος
  3. (με συμφραζόμενα) επιδεικτικός, αυτός που επιδεικνύει τον πλούτο του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία