χλιδάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χλιδάτος | η | χλιδάτη | το | χλιδάτο |
γενική | του | χλιδάτου | της | χλιδάτης | του | χλιδάτου |
αιτιατική | τον | χλιδάτο | τη | χλιδάτη | το | χλιδάτο |
κλητική | χλιδάτε | χλιδάτη | χλιδάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χλιδάτοι | οι | χλιδάτες | τα | χλιδάτα |
γενική | των | χλιδάτων | των | χλιδάτων | των | χλιδάτων |
αιτιατική | τους | χλιδάτους | τις | χλιδάτες | τα | χλιδάτα |
κλητική | χλιδάτοι | χλιδάτες | χλιδάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χλιδάτος, -η, -ο (λαϊκότροπο)
- πλούσιος
- πολύτιμος
- (με συμφραζόμενα) επιδεικτικός, αυτός που επιδεικνύει τον πλούτο του