χιονόνερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çoˈno.ne.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νό‐νε‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιονόνερο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) ένα από τα είδη υετού που αποτελείται από μίξη χιονιού και βροχής