↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιονόμαλλος η χιονόμαλλη το χιονόμαλλο
      γενική του χιονόμαλλου της χιονόμαλλης του χιονόμαλλου
    αιτιατική τον χιονόμαλλο τη χιονόμαλλη το χιονόμαλλο
     κλητική χιονόμαλλε χιονόμαλλη χιονόμαλλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιονόμαλλοι οι χιονόμαλλες τα χιονόμαλλα
      γενική των χιονόμαλλων των χιονόμαλλων των χιονόμαλλων
    αιτιατική τους χιονόμαλλους τις χιονόμαλλες τα χιονόμαλλα
     κλητική χιονόμαλλοι χιονόμαλλες χιονόμαλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονόμαλλος < χιονό- + μαλλ(ί) + -ος. (μαρτυρείται από το 1860)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çoˈno.ma.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νό‐μαλ‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

χιονόμαλλος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)