χθεσινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χθεσινός | η | χθεσινή | το | χθεσινό |
γενική | του | χθεσινού | της | χθεσινής | του | χθεσινού |
αιτιατική | τον | χθεσινό | τη | χθεσινή | το | χθεσινό |
κλητική | χθεσινέ | χθεσινή | χθεσινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χθεσινοί | οι | χθεσινές | τα | χθεσινά |
γενική | των | χθεσινών | των | χθεσινών | των | χθεσινών |
αιτιατική | τους | χθεσινούς | τις | χθεσινές | τα | χθεσινά |
κλητική | χθεσινοί | χθεσινές | χθεσινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χθεσινός < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική χθιζινός και χθιζός < χθές < ἐχθές
Επίθετο
επεξεργασίαχθεσινός, -ή, -ό και χτεσινός
- για γεγονός που έγινε χτες
- η χθεσινή παρουσίαση βιβλίου είχε πολύ κόσμο
- για κάτι ή κάποιον όπως υπήρχε χτες
- ο χθεσινός καιρός ήταν απαίσιος αλλά σήμερα έχουμε ηλιοφάνεια
- οι χθεσινές ειδήσεις δεν αναφέρθηκαν στο περιστατικό
- που δημιουργήθηκε πρόσφατα
- αυτά τα ζητήματα δεν είναι χθεσινά
- που είναι παλιός, ξεπερασμένος, που δεν είναι πια φρέσκος
- αυτά είναι χθεσινά νέα