χτεσινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χτεσινός | η | χτεσινή | το | χτεσινό |
γενική | του | χτεσινού | της | χτεσινής | του | χτεσινού |
αιτιατική | τον | χτεσινό | τη | χτεσινή | το | χτεσινό |
κλητική | χτεσινέ | χτεσινή | χτεσινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χτεσινοί | οι | χτεσινές | τα | χτεσινά |
γενική | των | χτεσινών | των | χτεσινών | των | χτεσινών |
αιτιατική | τους | χτεσινούς | τις | χτεσινές | τα | χτεσινά |
κλητική | χτεσινοί | χτεσινές | χτεσινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χτεσινός < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική χθεζινός και χθιζός < χθές
Επίθετο
επεξεργασίαχτεσινός, -ή, -ό
- → δείτε τη λέξη χθεσινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία χτεσινός
→ δείτε τη λέξη χθεσινός |