Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χημειοπροφύλαξη οι χημειοπροφυλάξεις
      γενική της χημειοπροφύλαξης των χημειοπροφυλάξεων
    αιτιατική τη χημειοπροφύλαξη τις χημειοπροφυλάξεις
     κλητική χημειοπροφύλαξη χημειοπροφυλάξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χημειοπροφύλαξη < γαλλική chimioprophylaxie ή αγγλική chemoprophylaxis. Μορφολογικά αναλύεται σε χημειο- + προφύλαξη.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χημειοπροφύλαξη θηλυκό

  • (ιατρική, κτηνιατρική) (νεολογισμός) χορήγηση προληπτικά αντιβιοτικού φαρμάκου, για να μην αναπτυχθεί κάποια ασθένεια ή λοίμωξη
    ※  Στους σκύλους και τις γάτες χρησιμοποιούνται κυρίως η νιτροφουραζόνη, η οποία χορηγείται από το στόμα, και η νιτροφουραντοΐνη, που χορηγείται ενδομυϊκά. Η τελευταία θεωρείται ιδιαίτερα κατάλληλη για την αντιμετώπιση λοιμώξεων του ουροποιητικού, όπως π.χ. κυστίτιδες από κολοβακτηρίδια, κλεπσιέλλες, χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, εντερόκοκκο. Χορηγείται επίσης ως χημειοπροφύλαξη σε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και χρόνια πυελονεφρίτιδα.
    Σάββας Γ. Μουζουράς, Κτηνιατρική Φαρμακολογία, (1996), Αθήνα, σελ. 384 @google.books
    ※  χημειοπροφύλαξη: φαρμακευτική αγωγή για την πρόληψη μελλοντικών εμφανίσεων της νόσου. θεραπεία μπορεί να είναι η χημειοθεραπεία όσο αφορά ιδιώτη αλλά chemopropylactic για τον πληθυσμό στο σύνολό του
    Essential 18000 Medical Words Dictionary In Greek, (2018), Εκδότης & Συντάκτης: Nam H Nguyen @google.books

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία